- ακτοπλοϊκός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή σχετίζεται με την ακτοπλοΐα: Οι ακτοπλοϊκές συγκοινωνίες γίνονται συνήθως με μικρά ή μεσαία πλοία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ακτοπλοϊκός — ή, ό [ακτοπλοΐα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ακτοπλοΐα … Dictionary of Greek
ακτοπλοΐα — Κατά λέξη, ο πλους κοντά στις ακτές. Ειδικότερα, η συγκοινωνία μεταξύ των λιμανιών μιας χώρας αλλά και η σχετική ναυτιλία (βλ. λ. ναυσιπλοΐα). * * * η Ναυτ. 1. η ναυσιπλοΐα κοντά στην ακτή. Η τέχνη τής πλεύσης με τη βοήθεια χαρακτηριστικών… … Dictionary of Greek